purpo
Ναπολιτάνικα (nap)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- purpo < (κληρονομημένο) λατινική pōlypus με .... (Χρειάζεται εξήγηση η μεταβολή) < αρχαία ελληνική πώλυπος (δωρικός τύπος του πολύπους) < πολυ- + πούς[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpurpo αρσενικό