puritain
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puritain | puritains |
θηλυκό | puritaine | puritaines |
Επίθετο
επεξεργασίαpuritain (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpuritain (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puritain | puritains |
θηλυκό | puritaine | puritaines |
puritain (fr)
puritain (fr) αρσενικό