Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pulvérulent pulvérulents
θηλυκό pulvérulente pulvérulentes

pulvérulent (fr)

Chaux pulvérulente. Κονιορτώδης ασβέστης.

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  pulvériser