puddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
puddle | puddles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpuddle (en)
- η λιμνούλα, μια μικρή ποσότητα νερού ή άλλου υγρού, ειδικά βροχής, που έχει μαζευτεί σε ένα σημείο στο έδαφος
- ⮡ A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
- Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.
- ⮡ A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.