Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

publicity (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η δημοσιότητα
      Her new movie got a lot of publicity on TV.
    Η νέα της ταινία πήρε μεγάλη δημοσιότητα στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: exposure
  2. διαφήμιση