ptḥ
Αρχαία αιγυπτιακά (egy) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
ptḥ (ptḥ, Ptah) αρσενικό
|
Παράγωγα επεξεργασία
- ḥwt-kꜣ-ptḥ (ḥwt-kꜣ-ptḥ, Hwt-ka-Ptah)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 (ai-ku-pi-ti-jo, Αιγύπτιος)
- αρχαία ελληνικά Αἴγυπτος
- Ptah στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα επεξεργασία
ptḥ (ptḥ, ptah)
|
Πηγές επεξεργασία
- ptḥ στο αγγλικό Βικιλεξικό