Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Τορίνο
      γενική του Τορίνου
    αιτιατική το Τορίνο
     κλητική Τορίνο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τορίνο < ιταλική Torino < λατινική Augusta Iulia Taurinorum < Taurini < πρωτοκελτική *dubros (νερό) ή < πρωτοκελτική *tarwos (ταύρος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τορίνο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία