prussique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prussique | prussiques |
Επίθετο
επεξεργασίαprussique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) παλαιότερη ονομασία του cyanhydrique, υδροκυανικός
ενικός | πληθυντικός |
prussique | prussiques |
prussique (fr) αρσενικό ή θηλυκό