promotionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | promotionnel | promotionnels |
θηλυκό | promotionnelle | promotionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαpromotionnel (fr)
- που αποτελεί μια προσφορά, που διαφημίζεται
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη promotion