Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
prolixe prolixes

  Επίθετο επεξεργασία

prolixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • φλύαρος, πολυλογάς, που έχει τάση να χάνεται σε λεπτομέρειες στους λόγους του και στα γραπτά του

Συγγενικά επεξεργασία