prohibitif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prohibitif | prohibitifs |
θηλυκό | prohibitive | prohibitives |
Επίθετο
επεξεργασίαprohibitif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prohibitif | prohibitifs |
θηλυκό | prohibitive | prohibitives |
prohibitif (fr) αρσενικό