Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

profiteor < pro + fateor

  Ρήμα επεξεργασία

profiteor (la)

  1. ομολογώ
  2. λέγω, δηλώνω δημοσίως
  3. υπόσχομαι
  4. ασκώ επάγγελμα
  5. δείχνω κάτι, παρέχω ένα θέαμα