ενικός         πληθυντικός  
prodige prodiges

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prodige (fr) αρσενικό

  1. το θαύμα, κάτι το εξαιρετικό, το απίστευτο
  2. (για ανθρώπους) εξαιρετικός, με εκπληκτικές ικανότητες

Συγγενικά

επεξεργασία