• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

prisionero

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ισπανικά (es)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
prisionero prisioneros

prisionero (es) αρσενικό

  1. φυλακισμένος
  2. αιχμάλωτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=prisionero&oldid=3878400"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Μαΐου 2017, στις 21:30
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Μαΐου 2017, στις 21:30.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie