Ετυμολογία

επεξεργασία
pririgardi < pri + rigardi
ρήμα pririgardi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pririgardas pririgardanta pririgardata
αόριστος pririgardis pririgardinta pririgardita
μέλλοντας pririgardos pririgardonta pririgardota
υποθετική pririgardus - -
προστακτική pririgardu - -

pririgardi (eo)