Ετυμολογία

επεξεργασία
enrigardi < en + rigardi
ρήμα enrigardi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enrigardas enrigardanta enrigardata
αόριστος enrigardis enrigardinta enrigardita
μέλλοντας enrigardos enrigardonta enrigardota
υποθετική enrigardus - -
προστακτική enrigardu - -

enrigardi (eo)