Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

preside (en)

  1. προεδρεύω
  2. ελέγχω, ασκώ έλεγχο, δίνω την κατεύθυνση
  3. (μουσική) είμαι αναγνωρισμένος σολίστας