prescriptible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prescriptible | prescriptibles |
Επίθετο
επεξεργασίαprescriptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να επιβληθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prescrire
ενικός | πληθυντικός |
prescriptible | prescriptibles |
prescriptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό