predetermine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | predetermine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | predetermines |
αόριστος | predetermined |
παθητική μετοχή | predetermined |
ενεργητική μετοχή | predetermining |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpredetermine (en)
- προκαθορίζω
- ⮡ To some extent heredity predetermines a child’s personality.
- Ως ένα σημείο η κληρονομικότητα προκαθορίζει την προσωπικότητα ενός παιδιού.
- ⮡ To some extent heredity predetermines a child’s personality.
Πηγές
επεξεργασία- predetermine - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 739-740. ISBN 9780194325684., λήμμα: προκαθορίζω