ενεστώτας predetermine
γ΄ ενικό ενεστώτα predetermines
αόριστος predetermined
παθητική μετοχή predetermined
ενεργητική μετοχή predetermining

  Ετυμολογία

επεξεργασία
predetermine < pre- + determine

predetermine (en)

  • προκαθορίζω
    ⮡  To some extent heredity predetermines a child’s personality.
    Ως ένα σημείο η κληρονομικότητα προκαθορίζει την προσωπικότητα ενός παιδιού.