Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
practising
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
practising
(en)
μετοχή
ενεστώτα του ρήματος
practise
εξασκούμαι
κάνω κάτι συχνά, σαν
ρουτίνα
ασκώ
επάγγελμα
οπαδός θρησκευτικού
δόγματος
που ασκεί/τηρεί τα ανάλογα καθήκοντα