Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.va.ʁi.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prévarication prévarications

prévarication (fr) θηλυκό