préretraité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- préretraité < préretraite
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préretraité | préretraités |
θηλυκό | préretraitée | préretraitées |
préretraité (fr)
- δικαιούχος μιας προσύνταξης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préretraité | préretraités |
θηλυκό | préretraitée | préretraitées |
préretraité (fr)
- δικαιούχος μιας προσύνταξης