prématuré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁe.ma.ty.ʁe/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prématuré | prématurés |
θηλυκό | prématurée | prématurées |
prématuré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prématuré | prématurés |
θηλυκό | prématurée | prématurées |
prématuré (fr)