Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
précaution précautions

précaution (fr) θηλυκό

  1. η προφύλαξη
  2. το προφυλακτικό μέτρο

Συγγενικά

επεξεργασία