Ετυμολογία

επεξεργασία
po (μετά) + zajtra (αύριο)

  Επίρρημα

επεξεργασία

pozajtra (sk)

  • μεθαύριο, την ημέρα μετά από αύριο
    ⮡  Nie zajtra ale pozajtra pôjdeme domov. - Όχι αύριο αλλά μεθαύριο θα πάμε σπίτι.