Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔˈtɛ̃ŋɡa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

potęga (pl) θηλυκό

  1. δύναμη:
    • δυνατότητα να κάνει κάποιος κάτι, να πετύχει κάτι
    • (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • διαφέρει από τη φυσική δύναμη και την έννοια της φυσικής (siła)