Ουσιαστικό

επεξεργασία

postulate (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία
  • διατυπώνω-θέτω ως δυνητικά ισχύουσα υπόθεση προς μελέτη ή διερεύνηση
  • υποθέτω αξιωματικά, αυθαίρετα (θεωρώ ως ισχύον)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • postulate στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Postulate" From MathWorld. Προσπέλαση 2020-02-29
  2. Αγγλοελληνικό Λεξικό Μαθηματικής Ορολογίας, σελ. 255, Γιώργος Γεωργίου, Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Νοέμβριος 1999. Προσπέλαση 2020-02-29