postulate
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
postulate (en)
- (λογική, μαθηματικά) το αξίωμα, αξιωματική αλήθεια κάποιας θεωρίας[1][2]
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
- διατυπώνω-θέτω ως δυνητικά ισχύουσα υπόθεση προς μελέτη ή διερεύνηση
- υποθέτω αξιωματικά, αυθαίρετα (θεωρώ ως ισχύον)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- postulate στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 (Αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Postulate" From MathWorld. Προσπέλαση 2020-02-29
- ↑ Αγγλοελληνικό Λεξικό Μαθηματικής Ορολογίας, σελ. 255, Γιώργος Γεωργίου, Τμήμα Μαθηματικών και Στατιστικής Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Νοέμβριος 1999. Προσπέλαση 2020-02-29