portative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαportative (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
portative | portatives |
portative (fr)
portative (en)
ενικός | πληθυντικός |
portative | portatives |
portative (fr)