Ετυμολογία

επεξεργασία
pormenor < από τον ιδιωματισμό por menor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pormenor (pt) αρσενικό

  1. η ελάχιστη διαφορά, αυτή που μόλις και μετά βίας διακρίνεται
  2. η λεπτομέρεια που μπορεί όμως να κάνει τη διαφορά
  3. η ασήμαντη λεπτομέρεια