porch pirate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
porch pirate | porch pirates |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαporch pirate (en)
- (νεολογισμός, αργκό, ΗΠΑ) αυτός που κλέβει τα δέματα που αποθέτουν οι ταχυδρομικοί διανομείς στις βεράντες της εισόδου των σπιτιών