Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
polythéiste polythéistes

polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πολυθεϊστής - πολυθεΐστρια

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
polythéiste polythéistes

polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πολυθεϊστικός