polythéiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
polythéiste | polythéistes |
polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
polythéiste | polythéistes |
polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
polythéiste | polythéistes |
polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
polythéiste | polythéistes |
polythéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό