polytechnicien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polytechnicien | polytechniciens |
θηλυκό | polytechnicienne | polytechniciennes |
polytechnicien (fr)
- (Γαλλία) σχετικός με την École polytechnique
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polytechnicien | polytechniciens |
θηλυκό | polytechnicienne | polytechniciennes |
polytechnicien (fr)