pollinisateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pollinisateur < pollinisation
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pollinisateur | pollinisateurs |
θηλυκό | pollinisatrice | pollinisatrices |
pollinisateur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη polliniser