plecak
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαplecak (pl) < plecy (pl) (πλάτη)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈplɛt͡s̑ak/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplecak (pl) αρσενικό
- το σακίδιο (ειδικότερα το εκδρομικό και το σχολικό)
plecak (pl) < plecy (pl) (πλάτη)
plecak (pl) αρσενικό