piscicapture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpiscicapture < pisci- + capture
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɪs.ɪˈkæp.t͡ʃə/ (ΗΒ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpiscicapture (en)
- (παρωχημένο) ψάρεμα με καλάμι
piscicapture < pisci- + capture
piscicapture (en)