Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
piratage piratages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piratage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη pirater