Ουσιαστικό

επεξεργασία

piramide



      ενικός         πληθυντικός  
piramide piramidi

  Ετυμολογία

επεξεργασία
piramide < αρχαία ελληνική πυραμίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

piramide (it)