Ετυμολογία

επεξεργασία
pique-assiette < piquer + assiette

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ka.sjɛt/

  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pique-assiette pique-assiette

pique-assiette (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο