pigiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pigiste | pigistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpigiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δημοσιογράφος ή τυπογράφος που αμείβεται με το κείμενο ή το κομμάτι.
ενικός | πληθυντικός |
pigiste | pigistes |
pigiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό