pierre philosophale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pierre philosophale | pierres philosophales |
pierre philosophale (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pierre philosophale | pierres philosophales |
pierre philosophale (fr) θηλυκό