pied-plat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-plat | pieds-plats |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpied-plat (fr) αρσενικό
- (σκωπτικό) λιπόψυχος άνθρωπος
- αγροίκος ή δουλοπρεπής άνθρωπος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-plat | pieds-plats |
pied-plat (fr) αρσενικό