piédroit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- piédroit < pied-droit
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
piédroit | piédroits |
piédroit (fr) αρσενικό
- παραλλαγή του pied-droit
ενικός | πληθυντικός |
piédroit | piédroits |
piédroit (fr) αρσενικό