ενικός         πληθυντικός  
physicist physicists

  Ετυμολογία

επεξεργασία
physicist < physics + -ist

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

physicist (en)

  • ο/η φυσικός
    ⮡  a nuclear physicist - πυρηνικός φυσικός