phygital
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- phygital < συμφυρμός των physical και digital
Ουσιαστικό
επεξεργασίαphygital (en) άκλιτο
- (νεολογισμός) μέθοδος που χρησιμοποιεί τόσο τη φυσική παρουσία όσο και ψηφιακά εργαλεία
Επίθετο
επεξεργασία- που αφορά ή σχετίζεται με την παραπάνω μέθοδο