phrygien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phrygien | phrygiens |
θηλυκό | phrygienne | phrygiennes |
Επίθετο επεξεργασία
phrygien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phrygien | phrygiens |
θηλυκό | phrygienne | phrygiennes |
phrygien (fr)