photométrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.me.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photométrique | photométriques |
photométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
photométrique | photométriques |
photométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό