Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
petrol
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
petrol
(en)
(
μη
μετρήσιμο
,
βρετανικά αγγλικά
)
η
βενζίνη
↪
Petrol
prices have gone up again.
Ακρίβυνε πάλι η
βενζίνη
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
gas
Πηγές
επεξεργασία
petrol
-
Oxford Learner's Dictionaries