peterman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
peterman | petermen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
peterman (en)
- παραβιαστής χρηματοκιβωτίων· κλέφτης με ειδίκευση στο άνοιγμα θησαυροκιβωτίων
ενικός | πληθυντικός |
peterman | petermen |
peterman (en)