Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

personhood < person ("άτομο, πρόσωπο") + -hood ("-σύνη, -ότητα")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

personhood (en) (μόνο ενικός) (φιλοσοφία)

  1. η προσωποσύνη· η ιδιότητα του να είναι κανείς άτομο, πρόσωπο
    οι ποιότητες, οι ιδιότητες, τα κριτήρια και τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν την έννοια του προσώπου
  2. η ιδιότητα του να είναι κανείς συμπεριφορικά ανθρωπομορφικός, αλλά όχι απαραιτήτως άνθρωπος

Σημειώσεις επεξεργασία

  • personhood: η θεμελίωση της έννοιας του προσώπου
  • personality ("προσωπικότητα"): η ιδιάζουσα διαφοροποίηση (ηθολογική/συμπεριφορική, συναισθηματική/ψυχολογική, βιωματική, γνωστική κτλ.) έκαστου προσώπου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • title στην αγγλική Βικιπαίδεια