Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛʁ.se.ve.ʁɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
persévérance persévérances

persévérance (fr) θηλυκό